αποκτώ

αποκτώ
(α) μετ. прям. , перен. приобретать, становиться обладателем, достигать (чего-л.);

αποκτώ θέση στην κοινωνία — достигнуть положения в обществе;

απέκτησε φήμη (την εκτίμηση) он завоевал известность (уважение);
απέκτησε κακές συνήθειες он приобрёл дурные привычки; δεν απόκτησαν παιδιά у них не было детей; § απόκτησε он разбогател

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποκτώ" в других словарях:

  • αποκτώ — και αποχτώ όχτησα, οχτήθηκα, οχτημένος, γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, κερδίζω: Απόχτησε μεγάλη περιουσία με το εμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκτώ — κ. χτώ (Μ ἀποκτῶ, άω) κάνω κτήμα μου κάτι νεοελλ. αποκτώ παιδί, γεννώ μσν. γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποκτώ — αποκτάω / αποκτώ (παρατατ. ούσα), απόκτησα και απέκτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοφυώ — αποκτώ δόντια, βγάζω τα πρώτα δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • προλαγχάνω — Α 1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος 2. αποκτώ κάτι ως τυχερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»